Πολιτικό θρίλερ – γράφει ο Σωκράτης Ι.
Ο Τσίπρας κατέβαινε τα σκαλιά του υπογείου σαν μια τελετουργία. Πάντα σεβόταν το υπόγειο, κι έτσι, όποτε κατέβαινε εκεί κάτω, άλλαζε φάτσα. Πολλοί έλεγαν ότι ήταν η πραγματική του φάτσα, αυτή του υπογείου, κι όχι αυτή του ισογείου. Πάντα σιχαινόταν το φως, κι εκεί κάτω ήταν ένα βασίλειο από σκοτάδι και κατσαρίδες. Δεν άφηνε επίτηδες να ρίχνουν εκεί κάτω αροξόλ, είχε γίνει ένα με τις κατσαρίδες και τους κοριούς, τις ψείρες και τα ακάρεα. Ένας τζέντλεμαν του υπογείου. Ένας κύριος, που η κάθε κατσαρίδα του υπόγειου καθόταν προσοχή όταν αυτός κατέβαινε κάτω.
«Να έρχεσαι πιο συχνά, πρόεδρε», του παραπονιούνταν. Ποιος αντέχει τη μοναξιά; Σήμερα τους έφερε γάλα για να τις φιλέψει και τυρί κασέρι. Έκαναν σαν τρελές. Κολυμπούσαν στο γάλα και έτρωγαν με τόση όρεξη το τυρί. «Αφήστε με τώρα. Έχω δουλειά», είπε στις κατσαρίδες, κι αυτές αποσύρθηκαν στις γωνίες τους. Οι πιο πολλές πέταξαν πάνω στη λάμπα του γραφείου του, μια λάμπα πετρελαίου με φυτίλι. Κούρνιασαν εκεί πέρα δίπλα στον κύρη τους. Ειδυλλιακές στιγμές, ενός ειδώλου που κατέρρεε, υπόγειες κατσαρίδες, ίντριγκες, σταλινισμός, ψέματα, αβέρτα ψέματα για να ξεγελάσουν τα μέλη.
Ποια μέλη; Τα μέλη ενός κόμματος που το κατέληξε αυτός μια καπνισμένη μηχανή. Τύλιξε το σχοινί γύρω από τον στρόφαλο της μηχανής και τράβηξε μετά με δύναμη το σχοινί. Η μηχανή έκανε ένα παφ και πουφ, σαν πνιγμένος από καπνό τσιγάρου, και πήρε μπρος. Γέμισε ο τόπος καυσαέρια που αναγκάστηκε να βάλει τη μάσκα του. Επίτηδες το έκανε αυτό, να βάζει μπρος την παλιά μηχανή για να γεμίζει ο τόπος καυσαέρια, έτσι που έμοιαζε το υπόγειο με ομίχλη. Εικόνα από το παλιό Λονδίνο ή ένας Σηκουάνας γεμάτος με σκουπίδια που συναγωνίζονταν για ένα χρυσό μετάλλιο.
Ο Τσίπρας έβηξε και άρχισε τη δουλειά του στο υπόγειο… ήταν σίγουρος ότι θα νικούσε, ίντριγκες και ίντριγκες, κάποια φορά θα νικούσε. Ήταν όλο ήττες και βρισίδι: «ρε μαλάκα Τσίπρα, ρε αρχίδι Τσίπρα, ρε σιχάμα Τσίπρα, ρε προδότη Τσίπρα, ρε ιντριγκαδόρε Τσίπρα, ρε σκατόψυχε Τσίπρα, ρε ξεφτιλισμένε Τσίπρα, ρε πραξικοπηματία Τσίπρα, ρε χουντόβρασμα Τσίπρα, αρχικομπιναδόρε Τσίπρα», έτσι που έμοιαζαν σαν παράσημα. Κι ένιωθε όλο περηφάνεια, και νόμιζες ότι όταν τον έβγαζε η μήτρα της μάνας του ένιωθαν περηφάνεια. Η αλήθεια είναι ότι ήθελαν να τον αποβάλουν. Όμως περνούσε από εκεί ένα κλιμάκιο της εκκλησίας, ένα κατηχητικό, κι μοίραζε διαφημιστικά με «όχι στην έκτρωση». Την γλίτωσε και βγήκε αυτός.
Κι τώρα εκεί στο υπόγειο, με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία του σκοτεινού και ανήλιου υπογείου να τον ντύνουν. «Πραξικόπημα», έγραψε πάνω σε ένα λευκό χαρτί με κόκκινο μελάνι. Αριστερός όπως πάντα, πιστός στις παραδόσεις του, και το κόκκινο μελάνι, που ακόμα κι αν αυτός γίνονταν δεξιός, ακροδεξιός, ακόμα κι ένας φασίστας αριστερός, το κόκκινο μελάνι θα ήταν πάντα η επαναστατικότητα του.
Πραξικόπημα. Η εντολή εξετελέσθη, κι η αντιπολίτευση της χώρας έμενε χωρίς κεφάλι, σαν ένα πραγματικό έργο θρίλερ.
Κάτι νεαροί έβαζαν την κεφαλή του Τσίπρα στο κέντρο, και τον σημάδευαν με τα μυτερά βελάκια. Ήταν σε ένα μπαράκι και τον έβαζαν στόχο με τα βελάκια. Σου έκανε εντύπωση η ακρίβεια των βολών τους. Ήταν στη μέρα τους επειδή άλλες φορές δεν είχαν τόση ευστοχία, σα να τους ενέπνεε ο στόχος, ή έβγαζαν τα απωθημένα τους.
Ο Παπαδόπουλος έλεγε ότι το πραξικόπημα επέτυχε, «κοιτάξτε, μας έφτιαξαν και δρόμους! Ζήτω η επανάσταση!» Ένας λαός που θέλει μαστίγιο; Ραγιάς;
Είχαν τις τρεις τελευταίες βολές. Οι τρεις νεαροί φίλοι είχαν από μία τελευταία βολή ο καθένας τους. Ακριβώς στο κέντρο, η μία μετά την άλλη. Ήταν τυχαίο αυτό το γεγονός; Ήταν τυχαία αυτή η ευστοχία των νέων;
Ο Τσίπρας ανέβηκε από το υπόγειο στο ισόγειο. Ήταν εξουθενωμένος, σαν ματιασμένος. Ήπιε ένα τσάι και πήγε για ύπνο.
Το πρωί ένα ηλεκτρονικό μήνυμα θα τον περίμενε: «Ευχαριστώ, Τσίπρα. Μητσοτάκης». Πολλές φορές η ζωή είναι τόσο μακάβρια και αποκρουστική. «Ευχαριστώ, Μητσοτάκη. Τσίπρας.»