Μερικά 24ωρα πριν την ανακοίνωση των παρεμβάσεων, διά στόματος Κυριάκου Μητσοτάκη, για τις τράπεζες, ξεκίνησαν να διακινούνται στα δημοσιογραφικά «πηγαδάκια» οι πρώτες πληροφορίες σχετικά με το ύψος αυτών.
Και μάλλον προκαλούν θυμηδία…
Την ώρα, λοιπόν, που πληθαίνουν οι φωνές – και οι πολιτικές πιέσεις, όπως αυτή του ΠΑΣΟΚ, με την κατάθεση δύο τροπολογιών – σχετικά τις υψηλές προμήθειες των τραπεζών, που τους έχουν χαρίσει κέρδη ύψους 1,6 δισ. ευρώ στο πρώτο 9μηνο του 2024 (με τον ίδιο ρυθμό και χωρίς καμία παρέμβαση το ποσό θα ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ για το σύνολο της χρονιάς), το συνολικό κόστος των παρεμβάσεων για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες αναμένεται να είναι περίπου 100-120 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, η επίπτωση ανά τράπεζα υπολογίζεται από 25 έως 30 εκατ. ευρώ.
Αν κάνει κάποιος τους σχετικούς υπολογισμούς, θα αντιληφθεί ότι αυτά τα 100-120 εκατ. ευρώ, εφόσον βέβαια επαληθευτούν την Κυριακή στην ομιλία του πρωθυπουργού κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού, είναι μόλις το 5-6% των καθαρών κερδών μόνο από της υψηλές ούτως ή άλλως προμήθειες. Χωρίς να υπολογίζεται οποιοδήποτε άλλο κέρδος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προφανώς θα μας πει από το βήμα της Βουλής για την ισχυρή βούληση που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση, ότι έχει τα αυτιά της ανοιχτά στις κοινωνικές ανάγκες, ότι ανάγκασε τις τράπεζες να επιτελέσουν τελικά το χρέος τους απέναντι στην ελληνική κοινωνία κι άλλα τέτοια βαρύγδουπα που λέγονται στις συζητήσεις των Προϋπολογισμών.
Την πρόγευση την έδωσε ήδη, στην κυριακάτικη ανάρτησή του, σημειώνοντας πως οι τράπεζες πρέπει «να επιστρέψουν με μεγαλύτερη υπευθυνότητα προς την κοινωνία το μέρισμα της ανάπτυξης που τους αναλογεί. Να δώσουν περισσότερα και φθηνότερα επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια και να μειώσουν τις χρεώσεις που προκαλούν την κοινή λογική». Μάλιστα σημείωσε πως ή αντίδρασή τους μέχρι σήμερα «δεν μας ικανοποιεί» και επεσήμανε πως «σύντομα θα ανακοινώσουμε παρεμβάσεις στον τραπεζικό τομέα, με στόχο την εύρυθμη και ανταγωνιστική λειτουργία τους».
Η πραγματικότητα, βέβαια, όπως μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας, είναι ότι οι παρεμβάσεις αυτές, εφόσον επιβεβαιωθούν, δεν είναι απλά επικοινωνιακή «φούσκα», αλλά είναι ικανές για βραβείο «Χρυσού Βατόμουρου».
Πώς οι τράπεζες βγήκαν… κερδισμένες από το πρόστιμο της Επιτροπής Ανταγωνισμού
«Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που παίζεται από 22 ποδοσφαιριστές και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί» είχε πει ο Γκάρι Λίνεκερ. Κάπως έτσι είναι και σε ό,τι αφορά στις τράπεζες. Θα βρουν τον τρόπο να βγάλουν κέρδος ανεξάρτητα από το οτιδήποτε.
Τον περασμένο Δεκέμβριο η Επιτροπή Ανταγωνισμού είχε επιβάλλει πρόστιμο ύψους 42 εκατ. ευρώ επειδή διαπίστωσε ότι οι τράπεζες εφάρμοζαν «εναρμονισμένες πρακτικές». Είναι ένας ευφημισμός για το «καρτέλ», δηλαδή τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων που νοθεύουν τον ανταγωνισμό.
Πώς αντέδρασαν; Από τη στιγμή που επιβλήθηκε το πρόστιμο, τον περασμένο Δεκέμβριο, οι τράπεζες ανέβασαν τις προμήθειες στα ύψη και χρέωσαν τους πελάτες τους με περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ευρώ, μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2024.
Το ποσό αυτό, αντιστοιχεί στις προμήθειες που χρεώνουν οι τράπεζες για συναλλαγές που όχι μόνο είναι πολύ απλές, αλλά και πλήρως αυτοματοποιημένες, χωρίς να χρειάζεται ανθρώπινη παρέμβαση και εργατοώρες. Όπως για παράδειγμα η μεταφορά χρημάτων από τράπεζα σε τράπεζα, πληρωμές λογαριασμών, ανάληψη μετρητών και άλλες καθημερινές συναλλαγές οι οποίες τιμολογούνται με τρόπο που κάνει τους πελάτες να αισθάνονται πραγματικά κορόιδα.
Ο υπουργός Ανάπτυξης, Κώστας Σκρέκας, την εποχή εκείνη έκανε λόγο «για αποφασιστικότητα της Πολιτείας, μέσω κάθε θεσμικού βραχίονά της, για συνεχείς ελέγχους με σκοπό την εφαρμογή της νομοθεσίας» και υποσχέθηκε ότι «οι έλεγχοι θα συνεχιστούν και οι παρεμβάσεις θα είναι άμεσες και αποτελεσματικές, όπου αυτό κρίνεται επιβεβλημένο, με γνώμονα το όφελος των πολιτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς σε όλα τα επίπεδα».
Το… ανέκδοτο της υπόθεσης είναι ότι, εκτός από το πρόστιμο, η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρέωσε τις τράπεζες μεταξύ άλλων να μειώσουν κατά ένα ευρώ την ανάληψη μετρητών από ΑΤΜ άλλης τράπεζας, αλλά όπως δείχνουν τα στοιχεία των ισολογισμών αύξησαν συνολικά τις προμήθειες, κατά 130 εκατ. ευρώ μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2024 και τις έφτασαν σε πάνω από 1 δισ. ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία των ισολογισμών.
Έβγαλαν δηλαδή τριπλάσιο ποσό από το πρόστιμο, μόνο στο πρώτο εξάμηνο, και ανέβασαν ακόμα περισσότερο το κόστος για τους καταναλωτές.
Προκλητικά δε, άλλαξαν την ονοματολογία σε κάποιες προμήθειες και τις βάφτισαν «έξοδα», ώστε να παρακάμψουν προσχηματικά και περιφρονητικά την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Το τελευταίο διάστημα μάλιστα οι τράπεζες έχουν εφαρμόσει και διάφορους έμμεσους τρόπους για να δυσκολεύουν τους πελάτες τους και να τους αναγκάζουν να χρησιμοποιούν διατραπεζικές συναλλαγές, τις οποίες επιβαρύνουν με υπέρογκες προμήθειες.
Εάν κάποιος, για παράδειγμα, θέλει να καταθέσει ο ίδιος τα χρήματα σε άλλη τράπεζα για να μην πληρώσει την προμήθεια-χαράτσι, μπορεί να κάνει την κατάθεση μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα 2 ή 3 ωρών, κάθε μέρα, ανάλογα με την τράπεζα.
Σε διαφορετική περίπτωση πρέπει να χρησιμοποιήσει ένα αυτόματο μηχάνημα συναλλαγών, το οποίο όμως δέχεται κατάθεση μόνο εάν ο καταθέτης έχει κάρτα της συγκεκριμένης τράπεζας, δηλαδή είναι πελάτης.
Αυτή η πρακτική είναι κοινή για όλες τις τράπεζες, το μόνο που αλλάζει είναι το ωράριο, δηλαδή κάθε τράπεζα δέχεται καταθέσεις σε διαφορετικά δίωρο στη διάρκεια της μέρας, οπότε στην πράξη είναι αδύνατον οι καταναλωτές να γνωρίζουν τα ωράρια 4 διαφορετικών τραπεζών και να προγραμματίσουν τις δουλειές τους, χωρίς να πληρώσουν προμήθειες.
Είναι και αυτή δηλαδή μια εναρμονισμένη πρακτική με την οποία οι τράπεζες οδηγούν τους καταναλωτές να «προτιμήσουν» το διατραπεζικό έμβασμα, το οποίο χρεώνουν με υψηλότατες προμήθειες ή να γίνουν πελάτες τους, ακόμα κι αν δεν το θέλουν ή δεν το χρειάζονται.
Από το 2020 που, λόγω πανδημίας, οι συναλλαγές έγιναν ψηφιακές, οι τράπεζες έχουν αυξήσει κατά 57% τις προμήθειες που εισπράττουν.
Τα ποσά αυτά φεύγουν από τις τσέπες των καταναλωτών και πάνε στα κέρδη των τραπεζών, τα οποία προέρχονται από τις υψηλές προμήθειες, αλλά και από τα μηδενικά επιτόκια που δίνουν στους καταναλωτές για τα χρήματα που καταθέτουν, τα οποία οι τράπεζες «γυρνάνε» δηλαδή καταθέτουν για λογαριασμό τους σε υψηλότοκες τοποθετήσεις ώστε να κερδίζουν άκοπα και χωρίς ρίσκο από τη διαφορά.