Δεν μπόρεσε να κρύψει τη συγκίνησή του, ο Ολυμπιονίκης της άρσης βαρών, Πύρρος Δήμας, για τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας σε ηλικία 95 ετών, ο οποίος σημειώθηκε το πρωί του Σαββάτου (25/1).
Συγκεκριμένα, σε σχετικές δηλώσεις του στην εκπομπή «Καλημέρα» του ΣΚΑΪ, ο Πύρρος Δήμας είπε το εξής για τον εκλιπόντα Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο: «Ήμασταν πολύ τυχεροί που τον είχαμε. Μεγάλη απώλεια για τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου και την Αλβανία» σχολίασε ο Πύρρος Δήμας. «Έκανε μεγάλο έργο, ήταν δίπλα στους ανήμπορους, στους ανθρώπους που είχαν ανάγκη» συνέχισε, εμφανώς συγκινημένος. Με κόμπο στον λαιμό, ο θρυλικός αρσιβαρίστας είπε ότι ο μακαριστός Αναστάσιος «ήταν ενωτικός. Ήταν πάντα δίπλα μας (σ.σ. στον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου), βοήθησε τα σχολεία μας, τα νοσοκομεία μας, τους ανθρώπους μας».
Ακόμα, ο ίδιος πρόσθεσε: «Θυμάμαι ότι μετά από κάθε Ολυμπιάδα, μου έστελνε ένα χειρόγραφο “συγχαρητήρια”. Ήταν δικός μας άνθρωπος, έτσι μας είχε όλους, ήταν πάντα δίπλα μας. Με το που άνοιξα τα μάτια μου, ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσα, είναι δύσκολο [σ.σ. η είδηση της απώλειας του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας]. Ήμασταν πολύ τυχεροί που τον είχαμε».
Ποιος ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος (γενν. 4 Νοεμβρίου 1929), ήταν Έλληνας Ορθόδοξος κληρικός, θεολόγος, συγγραφέας, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου. Ήταν ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία ανασύστασε το 1992, με τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας.
Ήταν, επίσης, ένας από τους προέδρους της κεντρικής επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκευμάτων για την Ειρήνη. Ακόμα, είχε διατελέσει τιτουλάριος επίσκοπος και μητροπολίτης Ανδρούσης και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αρχικά, υπήρξε Πατριαρχικός Έξαρχος εν Αλβανία (Ιανουάριος 1991 – Ιούνιος 1992) και στη συνέχεια Τιτουλάριος Μητροπολίτης Ανδρούσης (Aύγουστος 1991 – Ιούνιος 1992). Από τις 24 Ιουνίου 1992 ήταν Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας. Το εκκλησιαστικό έργο του Αναστασίου κορυφώθηκε με την αποστολή που του ανέθεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εκ των ερειπίων αναστήλωση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, η οποία είχε καταρρεύσει ύστερα από τον – επί 46 έτη – διωγμό του μοναδικού «αθεϊστικού κράτους» της υφηλίου.
Τα τελευταία χρόνια, ο Αναστάσιος επιχείρησε να ανασυγκροτήσει την Εκκλησία της Αλβανίας. Ως αποτέλεσμα του έργου του συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες, ενώ ίδρυσε τη Θεολογική-Ιερατική Σχολή (Ακαδημία) «Ανάστασις» στο Δυρράχιο (1992), το Εκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Αργυρόκαστρο (1998) και στο Σουκθ-Δυρράχιο (2007), τα οποία σήμερα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα, και 50 Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις.
Μόρφωσε και χειροτόνησε 145 νέους κληρικούς, ενώ φρόντισε για την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστησε Τεχνική Υπηρεσία στην Εκκλησία της Αλβανίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών, την αναστήλωση 70 μοναστηριών και εκκλησιών-πολιτιστικών μνημείων και την επισκευή 160 ναών και 45 εκκλησιαστικών κτηρίων (Αρχιεπισκοπή, Μητροπόλεις, σχολεία, κλινικές, ξενώνες, κατασκηνώσεις νεολαίας κ.α.), στο σύνολο 425 κτήρια. Θεμελίωσε το πρώτο γυναικείο μοναστήρι (Σκήτη των Αγίων Μυροφόρων), στο οποίο ασκητεύει από το 2011 μία μοναχή.
Ανέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων. Ίδρυσε την πρώτη ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα («Ngjallja»), το παιδικό περιοδικό «Gëzohu» («Χαίρε»), το νεανικό περιοδικό «Kambanat» («Καμπάνες»), την επιστημονική επιθεώρηση «Kërkim» («Αναζήτηση»), το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania» και ραδιοφωνικό σταθμό. Μερίμνησε για τη δημιουργία Εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων) και πραγματοποίησε αγώνες για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Παράλληλα με την ανασύσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέπτυξε προγράμματα στους τομείς εκπαιδεύσεως, υγείας, κοινωνικής προνοίας, αγροτικής αναπτύξεως, πολιτισμού και οικολογίας. Στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου (1999) οργάνωσε ανθρωπιστικό πρόγραμμα με το οποίο βοήθησε 33.000 περίπου πρόσφυγες σε διάφορα μέρη της Αλβανίας.
Συνέδεσε την Εκκλησία της Αλβανίας με διεθνείς Εκκλησιαστικούς Οργανισμούς. Κατά την ένταση μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας συνέβαλε στην εκτόνωσή της και στην προσέγγιση των δύο χωρών. Με τις πρωτοβουλίες αυτές δόθηκε εργασία σε χιλιάδες ανθρώπους, δημιουργήθηκαν σοβαρά έργα κοινωνικής υποδομής και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας αναδείχθηκε σε πολυδύναμο πνευματικό και αναπτυξιακό παράγοντα. Συγχρόνως, αγωνίστηκε για την άμβλυνση των αντιθέσεων στα Βαλκάνια. Οι δράσεις του αυτές τον οδήγησαν ώστε να είναι υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2000.