0 1 min 14 ώρες
Η αγωνία του τραπεζίτη πριν από τα πέναλτι - Η μείωση των επιτοκίων απειλεί τα εύκολα κέρδη και τους υποχρεώνει να… δώσουν δάνεια
Η προοπτική μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ αναγκάζει τις  τράπεζες να αναθεωρήσουν προς το χειρότερο τις προβλέψεις τους για κέρδη.

Μαύρα φίδια έχουν ζώσει τους Έλληνες  τραπεζίτες, γιατί όσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μειώνει τα επιτόκια, τόσο θα μειώνονται τα εύκολα κέρδη από τόκους χάρη στα οποία συντηρούν το αφήγημα της επιτυχίας, μοιράζουν μερίσματα και γενναιόδωρες αυξήσεις στις αμοιβές και τα μπόνους τους. 

ΟΙ ελληνικές τράπεζες συστηματικά τα τελευταία χρόνια βγάζουν κέρδη, εύκολα, άκοπα και χωρίς ρίσκο, μαζεύοντας τα χρήματα των καταθετών με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, για να τα μεταφέρουν στη συνέχεια για δικό τους όφελος σε υψηλότοκες τοποθετήσεις, όπως ο ειδικός λογαριασμός της ΕΚΤ ή τα κρατικά ομόλογα, ώστε να εισπράττουν το κέρδος από την διαφορά επιτοκίου. 

Τώρα, όμως, η προοπτική μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ -λόγω της υποχώρησης του πληθωρισμού αλλά και επειδή μάλλον θα χρειαστεί να υποστηριχθεί με φθηνότερο χρήμα η ευρωπαϊκή οικονομία λόγω της πίεσης από τις ΗΠΑ- αναγκάζει τις ελληνικές τράπεζες να αναθεωρήσουν προς το χειρότερο τις προβλέψεις τους για κέρδη το επόμενο διάστημα.

Φαίνεται ότι οι τραπεζίτες έχουν θορυβηθεί από τις προοπτικές για το 2025 επειδή η πρόβλεψη για τα επιτόκια της ΕΚΤ είναι να υποχωρήσουν φέτος στο 2% από το 3% που βρίσκονται σήμερα, όπως έχει δηλώσει ότι πρέπει να γίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, αν και υπάρχουν και φωνές στο συμβούλιο της ΕΚΤ που υποστηρίζουν ότι ίσως η πορεία να είναι πιο αργή.

Το πρόβλημα είναι ότι τώρα οι ελληνικές τράπεζες είναι «εθισμένες» στα εύκολα και άκοπα κέρδη από τα «γυρίσματα» των καταθέσεων και η «απεξάρτηση» ίσως αποδειχθεί πρόβλημα για τους ισολογισμούς τους. 

Γιαυτό και η ατμόσφαιρα στα τραπεζικά επιτελεία θυμίζει την αγωνία του τερματοφύλακα πριν από τα πέναλτι, που θα έρθουν από την ΕΚΤ με τη μορφή της μείωσης των επιτοκίων

Επισήμως, οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι θα αναπληρώσουν τα εύκολα κέρδη από τόκους, με έσοδα από τραπεζικές εργασίες όπως τα δάνεια, τις χορηγήσεις των οποίων θα αυξήσουν μέσα στο 2025. 

Κάτι τέτοιο, όμως, δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε αυτονόητο, αφού η γενική παραδοχή σε όλη την ευρωζώνη είναι ότι η οικονομική δραστηριότητα θα πιεστεί, το ίδιο και οι χορηγήσεις.

Το 2024 οι ελληνικές τράπεζες παρουσίασαν μεν αύξηση των χορηγήσεων, αλλά αυτή οφείλεται κατά μεγάλος μέρος στην χορήγηση ενός μεγάλου κοινοπρακτικού δανείου (για την Αττική Οδό, 2,7 δισ ευρώ από την αύξηση περίπου 10 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα παρουσιάσουν για το 2024) και πάντως όχι στην χρηματοδότηση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία αποκλεισμένες από τα τραπεζικά δάνεια. 

Η ελπίδα των τραπεζιτών για το 2025 εναπόκειται στα δάνεια που θα χορηγήσουν μέσα από τα προγράμματα του Ταμειου Ανάκαμψης, τα οποία προβλέπουν τραπεζικό δανεισμό τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού κόστους κάθε επενδυτικού σχεδίου.

Είναι φανερή όμως η ανησυχία των τραπεζιτών καθώς ο ένας μετά τον άλλο ανακοινώνουν ότι επισπεύδουν φέτος τις ανακοινώσεις των οικονομικών αποτελεσμάτων τους, προϊδεάζουν για μεγαλύτερα μερίσματα φέτος και φέρνουν και πιο μπροστά τις γενικές συνελεύσεις τους, προφανώς για να «προλάβουν» όσο ακόμα δεν έχει κλονιστεί η εικόνα των αποτελεσμάτων τους. 

Η ανησυχία τους είναι βάσιμη, αφού τα έσοδα -και κατά συνέπεια και τα κέρδη- των ελληνικών τραπεζών εξαρτώνται από τόκους σε ποσοστό 78,3%, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στην ευρωζώνη είναι μόνο 59,1%, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΚΤ τον προηγούμενο μήνα. 

Η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τους τόκους οφείλεται στο ότι, αντί να δίνουν δάνεια και να χρηματοδοτήσουν την αγορά, προτίμησαν να διοχετεύουν τα χρήματα που μάζευαν από καταθέσεις των πελατών με σχεδόν μηδενικά επιτόκια,  στις υψηλότοκες καταθέσεις της ΕΚΤ και σε ομόλογα. 

Αυτό απεικονίζεται και στα στοιχεία των ισολογισμών τους, που δείχνουν ότι προτού αρχίσουν οι αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ το 2022, τα έσοδα των ελληνικών τραπεζών από τόκους ήταν γύρω στο 70% ενώ σε τέσσερα μόλις χρόνια, το ποσοστό εκτοξεύτηκε κοντά στο 80%. 

To ποσοστό των εσόδων από τόκους:

  • για την Alpha Bank από 72,4% των συνολικών εσόδων που ήταν το πρώτο τρίμηνο του  2022, ανέβηκαν στο 79% το τρίτο τρίμηνο του 2024, 

  • στην Τράπεζα Πειραιώς τα έσοδα από τόκους από 71,5% που ήταν το 2002 έφτασαν στο 77,3% το 2024,

  •  στην Eurobank το ποσοστό ανέβηκε από 73,2% το 2022 στο 80,6% το 2024

  •  και στην Εθνική Τράπεζα από 77,2% που ήταν το 2022, ανέβηκαν στο 84,6% το 2024. 

 

Τα συνολικά έσοδα του κλάδου στο πρώτο εννεάμηνο του 2024 ήταν 8,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα έσοδα από τόκους ήταν 6,5 δισ. ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό 78,3%, τη στιγμή που ο μέσος όρος στις τράπεζες της ευρωζώνης ήταν μόνο 59,1%.

Ενδεικτικά, εάν οι ελληνικές τράπεζες είχαν το ίδιο ποσοστό εσόδων από τόκους με τις ευρωπαϊκές τράπεζες τα έσοδά τους στο εννεάμηνο από την πηγή αυτή θα ήταν 1,5 δισ. ευρώ λιγότερα. 

Η εικόνα για το διάστημα 2022 – 2024 παρουσιάζεται και στο παρακάτω διάγραμμα:

tr2_15971.png
Είναι φανερό δηλαδή ότι οι ελληνικές τράπεζες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την άνοδο των επιτοκίων στην οποία προχώρησε η ΕΚΤ από το 2022 που εμφανίστηκε το πρόβλημα του πληθωρισμού (όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα). 

tr1_b0f4b.png

Η «μηχανή» των τόκων αποδείχθηκε ιδιαίτερα κερδοφόρα τα τελευταία χρόνια, καθώς η ΕΚΤ αναγκάστηκε λόγω πληθωρισμού να ανεβάσει τα επιτόκιά της, μεταξύ αυτών και το το επιτόκιο στον ειδικό λογαριασμό «διευκόλυνσης» στον οποίο οι εμπορικές τράπεζες της ευρωζώνης καταθέτουν την ρευστότητα που μένει διαθέσιμη αφού κάνουν τις άλλες τραπεζικές εργασίες τους, από δάνεια, επενδύσεις, μεταφορές κεφαλαίων κ.λπ. 

Όμως οι ελληνικές τράπεζες, αντί να κάνουν τη δουλειά τους δίνοντας δάνεια, προτίμησαν να κάνουν τον λογαριασμό της ΕΚΤ… μονοκαλλιέργεια, διοχετεύοντας εκεί (με επιτόκιο που έφτασαν το 4% το 2023 και σήμερα είναι στο 3%), τα χρήματα που μάζευαν σε καταθέσεις, για τα οποία πλήρωναν γύρω στο 0,5%. Αλλά και στα δάνεια που δίνουν οι ελληνικές τράπεζες τα επιτόκια είναι κατά πολύ υψηλότερα από εκείνα των καταθέσεων και η «ψαλίδα» είναι η τρίτη μεγαλύτερη στην ευρωζώνη. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.