Κατέβηκαν τα μολύβια στα κυβερνητικά γραφεία. Πάγωσαν τα πρόσωπα στο μέγαρο Μαξίμου. Κάτι συμβαίνει, εκεί έξω.
Οι υπουργοί εξαφανισμένοι – με την Ελλάδα να μοιάζει ακυβέρνητη τη χώρα. Άλλοι έχασαν το χρώμα τους και άλλοι την ψυχραιμία τους. «Γιατί δεν έγινε συλλαλητήριο και για τη Marfin;», κραύγασε στη στήλη προβεβλημένο μέλος του υπουργικού Συμβουλίου.
Τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ το υποβάθμισαν όσο μπορούσαν – και η ΕΡΤ δεν το μετέδωσε όσο συνέβαινε. Το κεντρικό σύστημα ενημέρωσης ακολουθεί πάντα την κυβέρνηση στην κρίση εμπιστοσύνης που παράγει… Ότι δεν το ανέφεραν δεν σημαίνει και ότι δεν συνέβη.
Στην πραγματική Ελλάδα, στις πόλεις και όπου υπάρχει ελληνισμός στο εξωτερικό, ανθρώπινα ποτάμια οργής ζητούσαν οξυγόνο: αλήθεια και Δικαιοσύνη για την τραγωδία των Τεμπών.
Από πολιτική άποψη, αυτό που είδαμε την Κυριακή ήταν τομή στις εξελίξεις. Πριν και μετά τα συλλαλητήρια. Το αίτημα κάτω από το αίτημα, είναι: δεν πάει άλλο – ώρα για πολιτική αλλαγή.
Αλλά οι κυβερνήσεις δεν φεύγουν με τα συλλαλητήρια. Ειδικά όταν οι αντιπολιτεύσεις δεν μπορούν να γίνουν φορείς της αλλαγής που αναζητά η λαϊκή βάση.
Με άλλα λόγια, στις νέες αντικυβερνητικές συνθήκες που διαμορφώνονται, στην κοινωνία και από την κοινωνία, η κυβέρνηση ποντάρει στην απουσία αξιόπιστης δύναμης απέναντι της.
Ο Μητσοτάκης έχει τη θηλειά στο λαιμό του, αλλά δεν υπάρχει αντίπαλος ηγέτης να κλωτσήσει την καρέκλα.
Δεν υπάρχει καν αξιωματική αντιπολίτευση. Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ διαγκωνίζονται αν ο ρόλος ανήκει στο κόμμα με το 18% των εκλογών, ή στην κοινοβουλευτική ομάδα των 31 μελών.
Στη Χαρ. Τρικούπη ενδοσκοπούνται για τους χειρισμούς τους στην προεδρική εκλογή – όπως τους υπαγόρευσε η «παραγωγική αντιπολίτευση», που διακήρυξε ο επικεφαλής τους, μετά την ακατανόητη επίσκεψή του στον Πρωθυπουργό.
Κακά τα ψέματα. Αφού το ΠΑΣΟΚ συμβιβάστηκε με τις υποκλοπές και ως τώρα δεν βρήκε τρόπο να στριμώξει σε κάτι την κυβέρνηση, πώς θα διεκδικήσει την εμπιστοσύνη όσων βγήκαν στο δρόμο για τα Τέμπη;
Στην Κουμουνδούρου την είχαν χάσει ήδη από τις πρώτες κινητοποιήσεις για την τραγωδία την άνοιξη του 2023 – με τον Τσίπρα ακόμη αρχηγό τους – όταν έβαλαν τον… Νίκο Παππά, αρμόδιο και εκπρόσωπό τους.
Με εμφανή απειρία ο σημερινός πρόεδρός τους, σπεύδει να μεταφέρει την αναμέτρηση πρόωρα στο Κοινοβούλιο, όπου ο Πρωθυπουργός έχει την πλειοψηφική ασφάλεια να χειριστεί το θέμα. Με τον συνήθη τρόπο του.
Ας μην κρυβόμαστε. Αυτό που είδαμε την Κυριακή να κυλάει στους δρόμους της επικράτειας ήταν νόμισμα με δυο όψεις.
Από τη μία το πένθος και η ακλόνητη απόφαση των συγγενών να λυτρωθούν οι ψυχές αυτών που χάθηκαν, με την απόδοση Δικαιοσύνης και τη λάμψη της αλήθειας – στοιχεία που κάνουν χαλκομανία την κυβέρνηση.
Από την άλλη υπάρχει το κενό και η αδυναμία της αντιπολίτευσης να εμπνεύσει την κοινωνία για να της δώσει τη σκυτάλη. Αυτή η συνθήκη αδιέξοδου είναι η σανίδα σωτήριας του Πρωθυπουργού.
Η μία πλευρά των συλλαλητηρίων ανέδειξε τη βούληση των αφυπνισμένων πολιτών, να κινήσουν μπροστά και εναντίον του, τον τροχό της πολιτικής. Από την άλλη φάνηκε η γύμνια του πολιτικού συστήματος : χωρίς συγκροτημένη και αποδεκτή, εναλλακτική δύναμη επί σκηνής, δεν πάει παρακάτω.
Σ’ αυτή την ασταθή ισορροπία κρύφτηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αποφεύγοντας, με κυνισμό, να πει μια λέξη για όσα έτρεχαν την ώρα που ανάρτησε το καθιερωμένο κυριακάτικο «κήρυγμά» του…
Με τη σιωπή του επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνησή του και το σύστημα που τη στηρίζει μοιάζουν όλο και περισσότερο με τα τροπικά δάση: τρέφονται από τη σήψη τους…