0 1 min 3 ώρες
Σκληρή αντίδραση Καρυστιανού μετά την παρέμβαση του Α.Π.: «Όσοι πραγματικά σέβονται τη Δημοκρατία και τους νόμους...»
«Θα προστατεύουμε τη Δημοκρατία εναντίον οποιουδήποτε λειτουργεί υποκριτικά», τονίζει – μεταξύ άλλων – η Μαρία Καρυστιανού.

Η Μαρία Καρυστιανού, μητέρα θύματος στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, το απόγευμα της Τρίτης (11/2) απάντησε στην ανακοίνωση της προέδρου του Αρείου Πάγου, Ιωάννας Κλάπα, τονίζοντας πως «όσοι λοιπόν λειτουργούν κατά παράβαση των νόμων και αγνοούν τις συνταγματικές εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, αυτοί και μόνο καταπατούν τη Δημοκρατία».

Συγκεκριμένα, σε ανάρτησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η Μαρία Καρυστιανού απάντησε στην Ιωάννα Κλάπα, πρόεδρο του Αρείου Πάγου, γράφοντας το εξής: «Με ενδιαφέρον διάβασα τη σημερινή ανακοίνωση της προέδρου του Αρείου Πάγου, κ. Ιωάννας Κλάπα, η οποία αναφέρει: “Η Δημοκρατία απαιτεί σεβασμό στους θεσμούς”. Έτσι, λοιπόν, ως ενεργός και σκεπτόμενος πολίτης διερωτώμαι: Σε ποια αληθινή Δημοκρατία επιτρέπεται να παρεμβαίνει ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας στον επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας και διορισμένο βέβαια από την κυβέρνηση, όπως έκανε με την επιστολή του ο κ. Μητσοτάκης, προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Ισίδωρο Ντογιάκο, την 6η Μαρτίου 2023, ζητώντας του να ανατεθεί η υπόθεση των Τεμπών στο υψηλότερο ανακριτικό επίπεδο; Και άρα να αποβληθεί η μέχρι τότε επιληφθείσα κατά τον νόμο Ανακρίτρια;».

Ακόμα, η Μαρία Καρυστιανού τόνισε: «Δεν αποτελεί αυτό ευθεία παραβίαση της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, η οποία προβλέπεται στο Άρθρο 26 του Συντάγματος και η οποία προεχόντως εγγυάται την ορθή λειτουργία της αληθινής Δημοκρατίας; Δεν αντιτίθεται στη ρητώς περιγραφόμενη από τον ποινικό νόμο διαδικασία για τον ορισμό Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, όπου βέβαια δεν προβλέπεται η παρέμβαση του Πρωθυπουργού για την αλλαγή ανακριτή; Όσοι, λοιπόν, λειτουργούν κατά παράβαση των νόμων και αγνοούν τις συνταγματικές εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, αυτοί και μόνο καταπατούν τη Δημοκρατία».

Επίσης, η ίδια σηείωσε το εξής: «Ο σεβασμός κερδίζεται και αποδίδεται σε όσους – και μόνο – πραγματικά σέβονται τη Δημοκρατία και τους νόμους, ανεξάρτητα από τις γνώσεις, την εμπειρία και τη θέση που κατέχουν. Στην υπόθεση των Τεμπών που έφερε στο φως κάθε πραγματική λοιδορία, προσβολή, καθύβριση και υποτίμηση των δημοκρατικών θεσμών, και ανέδειξε ότι επί δέκα και πλέον χρόνια οι πολίτες της στοιβάζονται σε βαγόνια θανάτου, διότι κάποιοι φρόντισαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια εκατομμυρίων ευρώ που αφαίμαξαν να τα διοχετεύσουν αλλού και όχι στην ασφάλεια των επιβατών, εμείς δεν παραιτούμαστε! Πιστοί στη δικαίωση των ψυχών των παιδιών μας και αφοσιωμένοι στη συνταγματική μας υποχρέωση, θα προστατεύουμε τη Δημοκρατία εναντίον οποιουδήποτε λειτουργεί υποκριτικά και στην πράξη την καταλύει».

Η παρέμβαση της Ιωάννας Κλάπα

Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα, με ανακοίνωσή της, την Τρίτη (11/2), απάντησε σε ανάρτηση της Μαρίας Καρυστιανού – χωρίς πάντως να την κατονομάζει – αναφορικά με ανακριτικό έργο για τα Τέμπη και ουσιαστικά υψώνει ομπρέλα προστασίας για τον Ανακριτή.

Συγκεκριμένα, η Ιωάννα Κλάπα υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί να εκφράζεται λοιδορία και καθύβριση των θεσμών στην προσέγγιση των νομικών ζητημάτων. Καταλήγοντας, αναφέρει πως «ο δικαστής οφείλει να συνεχίσει να δεσμεύεται μόνον από το νόμο και τη συνείδησή του, εξοπλισμένος από το Σύνταγμα με τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας».

Αναλυτικά η ανακοίνωση

«Η Δημοκρατία απαιτεί σεβασμό στους θεσμούς.

Η διαδικασία ορισμού εφέτη ως ανακριτή επί υποθέσεων εξαιρετικής σημασίας ρυθμίζεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συγκεκριμένα τόσον από τις διατάξεις του άρθρου 28 του προϊσχύσαντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όσον και από αυτές (ομοίου περιεχομένου) του άρθρου 29 του ίδιου Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 4620/2019 και ισχύει μέχρι σήμερα. Η συνδρομή νόμιμης περίπτωσης ορισμού εφέτη ως ανακριτή προτείνεται από τον εισαγγελέα εφετών και περί αυτής αποφαίνεται το δικαστήριο των μελών (ολομέλεια) του αρμοδίου κατά τόπο εφετείου, που συνεδριάζει σε συμβούλιο, το οποίο και αποφαίνεται περί αυτής αποφασιστικά.

Σε καταφατική περίπτωση, το ως άνω δικαστήριο ορίζει, επίσης αποφασιστικά, με ονομαστική ψηφοφορία, ένα εκ των μελών του ως ανακριτή ή ακόμη τον επίκουρο τούτου, αν θεωρεί ότι απαιτείται από το εύρος της υποθέσεως καθώς και τον αναπληρωτή του, που, κατά την κρίση του, είναι ικανοί να διενεργήσουν και να ολοκληρώσουν την ανάκριση, ακόμη και όταν αυτή έχει ήδη ανατεθεί σε ανακριτή πρωτοδίκη, ο οποίος οφείλει να διακόψει κάθε ανακριτική ενέργεια επί της συγκεκριμένης υποθέσεως και να διαβιβάσει τη δικογραφία στον ορισθέντα εφέτη ανακριτή.

Μέχρι σήμερα, πλείστες ιδιαίτερα σοβαρές υποθέσεις ανατέθηκαν, νομοτύπως, σε εφέτες ανακριτές. Ενδεικτικά, αναφέρονται: η ανάκριση για τα εγκλήματα των τρομοκρατικών οργανώσεων 17 Νοέμβρη και ΕΛΑ, η ανάκριση για το Βατοπέδι, τα δομημένα ομόλογα, τα παραδικαστικά κυκλώματα, την υπόθεση της SIEMENS, την υπόθεση τρομοκρατίας και την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, με αντίστοιχες αποφάσεις της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών, την υπόθεση των Ζωνιανών στην Κρήτη, με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Κρήτης και, τελευταία, για την υπόθεση των Τεμπών, με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Λάρισας. Πρέπει να επισημανθεί ότι μέχρι σήμερα ουδείς θεσμικός παράγων αμφισβήτησε την εγκυρότητα της ανωτέρω διαδικασίας.

Αντίθετα, συνήγοροι και εμπλακέντες διάδικοι εξέφραζαν την εμπιστοσύνη σε πρόσωπα μείζονος εμπειρίας και νομομάθειας, ήτοι σε ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς.

Διαφωνίες, ασφαλώς, μπορούν να εκφραστούν, θεσμικά, για δικαστικές αποφάσεις ή δικαστικές ενέργειες και δράσεις. Ο σχολιασμός, άλλωστε, δικαστικών αποφάσεων είναι ουσιώδες στοιχείο λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η διαφωνία, όμως, σε νομική προσέγγιση και ερμηνεία δεν μπορεί να εκφραστεί από οποιονδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο, με λοιδορία, απειλητικές εκφράσεις, υποτίμηση, προσβολή και καθύβριση των θεσμών και των κανόνων, μέσα από τους οποίους η δημοκρατία καθορίζει τα πλαίσια λειτουργίας των θεσμών. Είναι προφανές ότι η ρήξη με τους θεσμούς πλήττει καίρια τη δημοκρατία και μάλιστα πενήντα χρόνια μετά την αποκατάστασή της.

Σε κάθε περίσταση, όμως, ο δικαστής οφείλει να συνεχίσει να δεσμεύεται μόνον από το νόμο και τη συνείδησή του, εξοπλισμένος από το Σύνταγμα με τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.