0 1 min 4 ώρες
Γερμανία: Σε εξέλιξη οι πιο κρίσιμες εκλογές - Οι δημοσκοπήσεις, τα exit polls και τα σενάρια της επόμενης ημέρας
Στις κάλπες της Γερμανίας σχεδόν 60 εκατ. ψηφοφόροι. Πόσα κόμματα κατεβαίνουν, οι εκτιμήσεις και η «ψήφος» των αγορών.

Ανοιχτές είναι από τις 09:00 π.μ (ώρα Ελλάδας) οι κάλπες στη Γερμανία, όπου περίπου 60 εκατ. ψηφοφόροι καλούνται να εκλέξουν τους 630 βουλευτές της επόμενης Μπούντεσταγκ, σε μία πολύ κρίσιμη περίοδο τόσο για τη Γερμανία, όσο και για την Ευρώπη.

Ο καγκελάριος της Γερμανίας εκλέγεται από τη νέα Βουλή, στην οποία μπορούν να εισέλθουν τα κόμματα που θα ξεπεράσουν το όριο του 5% ή που θα καταγράψουν τους περισσότερους σταυρούς σε τουλάχιστον τρεις εκλογικές περιφέρειες.

Κάθε εκλογέας διαθέτει δύο ψήφους: Με την πρώτη ψηφίζει έναν/μια πολιτικό της εκλογικής του περιφέρειας και με τη δεύτερη ένα κόμμα.

Μία πρώτη εικόνα από το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών θα δώσουν τα exit polls, τα οποία αναμένονται στις 19:00 (ώρα Ελλάδος), όταν δηλαδή κλείσουν οι κάλπες.

Για την ώρα πάντως, η συμμετοχή δείχνει ιδιαίτερα αυξημένη.

Πόσα κόμματα κατεβαίνουν στις γερμανικές εκλογές

germania_ekloges_7dbd7.jpg

Στις σημερινές γερμανικές εκλογές κατεβαίνουν 29 κόμματα σε αντίθεση με τα 47 των εκλογών του 2021.

Μάλιστα, μόλις 10 από τα 29 κόμματα διαθέτουν ψηφοδέλτια και στα 16 γερμανικά κρατίδια.

Θέση βουλευτή διεκδικούν συνολικά 4.506 υποψήφιοι, σε αντίθεση με τους 6.211 των εκλογών του 2021. Οι γυναίκες υποψήφιες είναι 1.422, το 32% του συνόλου, όχι μακριά από το 33% των προηγούμενων εκλογών, που αποτελούσε ρεκόρ.

Γενικά στη Γερμανία, το χρίσμα «υποψηφίου καγκελάριου» έδιναν τα κόμματα που συγκέντρωναν τις μεγαλύτερες πιθανότητες νίκης. Ωστόσο, σε αυτές τις εκλογές, υποψήφιοι καγκελάριοι είναι οι εξής πέντε:

Ο Όλαφ Σολτς (SPD), ο Φρίντριχ Μερτς (CDU/CSU), η Αλίς Βάιντελ (AfD), o Ρόμπερτ Χάμπεκ (Πράσινοι) και η Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW). Ο Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) παρέμεινε «κορυφαίος υποψήφιος», ενώ η Χάιντι Ράιχινεκ με τον Γιαν φαν Άκεν είναι το «κορυφαίο δίδυμο» της Αριστεράς.

Η τελευταία δημοσκόπηση πριν από τις εκλογές στη Γερμανία

germania_ekloges_1_55989.jpg

Πάντως, η τελευταία δημοσκόπηση πριν από τις κάλπες έγινε από το ινστιτούτο INSA για λογαριασμό της εφημερίδας Bild, η οποία δίνει στη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) 29,5%, στην (ακροδεξιά) Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) 21%, στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) 15%, στους Πράσινους 12,5%, στην Αριστερά 7,5%, στη Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) 5% και στους Φιλελεύθερους (FDP) 4,5%.

Αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, ο άνθρωπος που θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση θα είναι ο επικεφαλής του CDU Φρίντριχ Μερτς.

«Οι μεγάλες προσδοκίες αντικατοπτρίζουν τις μεγάλες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει από την πρώτη ημέρα της πιθανής καγκελαρίας του», αναφέρει το εβδομαδιαίο ειδησεογραφικό περιοδικό Der Spiegel. «Μια επιθετική Ρωσία, μια εχθρική Αμερική και μια Ευρώπη που απομακρύνεται: Ο Μερτς θα μπορούσε να δοκιμαστεί πιο έντονα […] από οποιονδήποτε καγκελάριο της μεταπολεμικής δημοκρατίας».

Οι αγορές «δείχνουν» Μερτς

germanikes_ekloges_25dd4.jpg

Οι αγορές φαίνεται να προεξοφλούν ότι ο επικεφαλής του κεντροδεξιού κόμματος CDU, Φρίντριχ Μερτς, θα σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση και θα διαμορφώσει ένα πιο ευνοϊκό πλαίσιο για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας,

Τα οικονομικά προβλήματα στη Γερμανία κλιμακώθηκαν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε. Το σοκ από την απότομη αύξηση των τιμών ενέργειας ήταν έντονο για την κραταιά βιομηχανία της, από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η πορεία της οικονομίας της.

Ο αντίκτυπος από την ενεργειακή κρίση στη γερμανική οικονομία ήταν μεγαλύτερος απ’ ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όχι μόνο λόγω του ισχυρότερου βιομηχανικού τομέα της αλλά και επειδή οι επιχειρήσεις της εξασφάλιζαν καλύτερες τιμές φυσικού αερίου από τη Ρωσία.

Πολλές γερμανικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να λειτουργούν με χαμηλότερη παραγωγική δυναμικότητα, με την παραγωγή να κινείται σταθερά σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι πριν την κρίση.

Στο αυξημένο κόστος ενέργειας προστέθηκε και η μείωση της ζήτησης για τα γερμανικά προϊόντα, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας, για να κλονίσει επιπρόσθετα τη γερμανική βιομηχανία. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι οποίες συνέχισαν και μετά την κρίση του κορονοϊού να στηρίζουν τη ζήτηση με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, η Γερμανία συμμορφώθηκε με το λεγόμενο “φρένο χρέους”, που επιτρέπει έναν πολύ μικρό δανεισμό κάθε χρόνο στην κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι το χρέος της είναι χαμηλό (περίπου 60% του ΑΕΠ ενώ στις ΗΠΑ είναι πάνω από 120%).

Υπήρξε επίσης πρόβλημα δυσκολίας λήψης πολιτικών αποφάσεων από έναν ετερόκλητο κυβερνητικό συνασπισμό τριών κομμάτων – Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελεύθερων – υπό τον καγκελάριο Οάλφ Σολτς. Οι διαφωνίες μέσα στον συνασπισμό ήταν τόσο μεγάλες που τελικά αυτός κατέρρευσε.

Τα σενάρια για την επόμενη κυβέρνηση στη Γερμανία

Με βάση τις δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν την κεντροδεξιά (CDU/CSU) να προηγείται με ένα ποσοστό περίπου 30% έναντι 20% που έχει η ακροδεξιά (AfD) και 15% οι σοσιαλδημοκράτες, με τους Πράσινους να έπονται με 14%, η επόμενη κυβέρνηση μπορεί να είναι δικομματική (κεντροδεξιάς και σοσιαλδημοκρατών) ή τρικομματική, με την προσθήκη και των Πρασίνων. Θέμα συμμετοχής του AfD δεν τίθεται καθώς ο Μερτς έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν προτίθεται να συνεργαστεί με το κόμμα της άκρας δεξιάς.

Για την πολιτική σταθερότητα στη Γερμανία και την πορεία της οικονομίας της θα ήταν καλύτερη μία δικομματική κυβέρνηση και επειδή θα μπορούσε να υπάρξει ταχύτερα μία συμφωνία στο προγραμματικό πλαίσιο της και επειδή θα ήταν πιθανόν λιγότερες οι τριβές στην πορεία της, εκτιμούν αναλυτές.

Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι η κεντροδεξιά και οι σοσιαλδημοκράτες θα έχουν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Αυτό θα κριθεί από τα ποσοστά που θα πάρουν τα δύο κόμματα και από το αν οι Φιλελεύθεροι και το αριστερό κόμμα BSW της Ζάρα Βάνγκεχνετ πιάσουν το όριο του 5% που είναι προϋπόθεση για την είσοδό τους στη Βουλή.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης αναμένεται να διαρκέσει εβδομάδες, ίσως και μήνες.

Οι ελπίδες των επενδυτών για ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας στηρίζονται στο προεκλογικό πρόγραμμα του CDU και επίσης στην πρόθεση όλων των πιθανών κυβερνητικών εταίρων να προχωρήσουν σε άρση του συνταγματικά κατοχυρωμένου «φρένου χρέους». Για την άρση του χρειάζεται ενισχυμένη πλειοψηφία των δύο τρίτων της Βουλής, η οποία θεωρείται πως είναι πιθανό να υπάρξει.

Ο Μερτς υποστηρίζει τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο 25%, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τον συντελεστή εταιρικής φορολογίας που ισχύει στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, καθώς και τη μείωση του ρυθμιστικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν πιο ευέλικτα.

Από την πλευρά τους, οι σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι τάσσονται υπέρ επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις για την τόνωση της γερμανικής οικονομίας, ενώ προτιμούν φορολογικές ελαφρύνσεις για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.

Σε κάθε περίπτωση, από την απάντηση στο ερώτημα για την ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας θα επηρεαστεί η ανάπτυξη και στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες επηρεάζονται από αυτή μέσω του εμπορίου και των επενδύσεων. Με το γερμανικό ΑΕΠ να αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, η Γερμανία παραμένει αναμφίβολα η «ατμομηχανή» της οικονομίας όλης της περιοχής.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.