
Σε μάστιγα εξακολουθεί να αναδεικνύεται το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Οι γεννήσεις τις τελευταίες δεκαετίες έχουν μειωθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες και η γήρανση του πληθυσμού μοιάζει ολοένα και περισσότερο μη αναστρέψιμη. Άλλωστε, σύμφωνα με όσα ανέφερε στο iEidiseis, ο Βύρων Κοτζαμάνης, Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), πολλές περιοχές της χώρας είναι στα όρια της δημογραφικής κατάρρευσης.
Μείωση των γεννήσεων κατά 37%
Βάσει όσων σχολίασε ο κ. Κοτζαμάνης, «το δημογραφικό δεν συνίσταται μόνο στη μείωση των γεννήσεων και την υπογεννητικότητα. Έχει κι άλλες διαστάσεις». Κι αυτό επειδή όπως εξήγησε, «τα τελευταία 50-55 χρόνια έχουμε περιορισμό των γεννήσεων. Δηλαδή, δεν πρόκειται για φαινόμενο που οφείλεται στην οικονομική κρίση και την πανδημία».
Πράγματι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΔΕΜ που βασίζεται σε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, την εξαετία 1978-1983, οι γεννήσεις στη χώρα ανήλθαν σε 853,6 χιλιάδες. Αντίστοιχα, την εξαετία 2014-2019, αυτός ο αριθμός συρρικνώθηκε τις 535,6 χιλιάδες, μείωση που αντιστοιχεί σε 37%. Βάσει εκτιμήσεων του ΙΔΕΜ, την πενταετία 2020-2025, οι γεννήσεις στη χώρα μας θα κυμανθούν σε περίπου 460.000.
«Έως 1,4 εκατομμύρια το έλλειμμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων»
Η απάντηση στο γιατί συμβαίνει αυτό, είναι σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, «σχετικά απλή: τα νέα ζευγάρια, κάνουν ολοένα λιγότερα παιδιά από τους γονείς τους». Είναι άλλωστε ενδεικτικό, ότι σύμφωνα με πρόσφατο ενημερωτικό δελτίο του ΙΔΕΜ, από το 1985 κι έπειτα, γεννήθηκαν λιγότερα από 1,5 παιδιά ανά γυναίκα κι ενώ αυτός ο αριθμός τη δεκαετία του 1960, κυμαινόταν σε περίπου δύο παιδιά ανά γυναίκα. Ταυτόχρονα, εντύπωση προκαλεί πως σύμφωνα με το ΙΔΕΜ, την περίοδο 2025-2050, το έλλειμμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων, αναμένεται να κυμανθεί από 1,15 εκατομμύρια, έως 1,4 εκατομμύρια.
Και μπορεί σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, το δημογραφικό πρόβλημα να είναι μια τάση που «αφορά όλον τον αναπτυγμένο κόσμο», εντούτοις, η διαφορά της Ελλάδας σε σχέση με πληθώρα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, είναι ότι «τα ζευγάρια κάνουν πολύ λιγότερα παιδιά από αυτά που επιθυμούν. Κι αυτό συμβαίνει, επειδή στην Ελλάδα δεν υπάρχει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί».
Ακόμη μια διάσταση αυτού του φαινομένου, είναι σύμφωνα με τον ίδιο, ότι «υπάρχουν λιγότερα ζευγάρια να κάνουν παιδιά. Είναι μια μακροχρόνια τάση. Από το 2009 έως το 2024, το πλήθος των ατόμων που έρχεται σε ηλικία να κάνει παιδιά, μειώθηκε κατά 40%», γεγονός που όπως εξήγησε, οφείλεται στη μεγάλη μείωση των γεννήσεων τις τελευταίες δεκαετίες.
«Σε ορισμένους δήμους καταγράφονται ακόμη και 10 θάνατοι ανά γέννηση»
Βάσει πρόσφατης μελέτης του ΙΔΕΜ, την περίοδο 20140-2019, στο 29,8% των Δημοτικών Ενοτήτων (Δ.Ε.) της Ελλάδας, καταγράφηκαν από μηδέν έως 60 γεννήσεις. Το ΙΔΕΜ υπολογίζει πως την περίοδο 2020-25, αυτός ο αριθμός θα εκτιναχθεί στο 35,5%. Όπως αναγράφεται στην επίμαχη μελέτη, οι περισσότερες από αυτές τις Δ.Ε. εντοπίζονται στην ορεινή και ημιορεινή ηπειρωτική Ελλάδα.
Όπως εξήγησε ο κ. Κοτζαμάνης, «υπάρχουν πολύ έντονες διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, στη Σαντορίνη και τη Μύκονο, υπάρχουν περίπου δύο γεννήσεις ανά έναν θάνατο. Στη χώρα όμως έχουμε κατά μέσο όρο, περίπου δύο θανάτους ανά μια γέννηση. Σε ορισμένους δήμους, καταγράφονται ακόμη και 5 ή 10 θάνατοι ανά γέννηση».
«Έχουν φύγει οι νέοι»
Αιτία αυτού του φαινομένου είναι από αυτές τις περιοχές, «έχουν φύγει οι νέοι. Κι αυτό είναι αποτέλεσμα μακράς διαδικασίας που ξεκίνησε μεταπολεμικά και οδήγησε στην υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη κι ακόμη 4-5 μεγάλες πόλεις».
Ως αποτέλεσμα, «υπάρχει πλήθος δήμων που αυτή τη στιγμή είναι στα όρια της δημογραφικής κατάρρευσης. Αυτό σημαίνει ότι έχουν και θα συνεχίσου να έχουν περισσότερους θανάτους από γεννήσεις κι έτσι ο πληθυσμός τους θα μειώνεται ταχύτατα».
Η αναστροφή αυτών των τάσεων, δεν αποτελεί σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη μια απλή διαδικασία: «είναι απότοκο της έλλειψης πολιτικών περιφερειακής ανάπτυξης και του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης των τελευταίων 70 ετών. Είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον να ανατραπούν».
«Θα πρέπει να ανατραπεί το μεταναστευτικό ισοζύγιο»
Πάντως, ο κ. Κοτζαμάνης επεσήμανε ότι αυτό το έλλειμμα των γεννήσεων, «δεν διαφάνηκε ιδιαίτερα τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, επειδή ήρθαν στη χώρα μας πολλοί οικονομικοί μετανάστες, κυρίως από πρώην ανατολικές χώρες». H μετανάστευση μπορεί να συντελέσει σύμφωνα με τον ίδιο, στην επιβράδυνση της γήρανσης του πληθυσμού: «τα άτομα που φεύγουν από τη χώρα μας -κυρίως παραγωγικών και αναπαραγωγικών ηλικιών-, είναι πολύ περισσότερα από αυτά που φεύγουν. Το μεταναστευτικό ισοζύγιο, θα πρέπει να μετατραπεί από αρνητικό, σε εξαιρετικά θετικό. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος».
Αξίζει να σημειωθεί, πως σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, το 1951 οι κάτοικοι της χώρας που ήταν άνω των 65 ετών ανέρχονταν σε 0,52 εκατομμύρια. Αυτό το νούμερο ανήλθε το 2023 σε 2,39 εκατομμύρια. Αντίστοιχα, ο πληθυσμός των ατόμων από 0-19 ετών ανερχόταν το 1951 σε 2,95 εκατομμύρια και το 2023 σε μόλις 1,92 εκατομμύρια.
«Χρειάζεται αναπτυγμένο κράτος δικαίου»
Ταυτόχρονα, θα πρέπει σύμφωνα με τον κ. Κοτζαμάνη, «να υπάρξει μια πληθώρα μέτρων, ώστε να μειωθεί το εξαιρετικά υψηλό -άμεσο και έμμεσο- κόστος που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα ενός παιδιού. Επίσης, χρειάζονται μέτρα που θα οδηγήσουν στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή και τα οποία θα έχουν στόχο την άρση των έμφυλων διακρίσεων στον δημόσιο και ιδιωτικό βίο».
Παράλληλα, «υπάρχει το ζήτημα της στεγαστικής κρίσης. Τα νέα ζευγάρια πρέπει να έχουν μια προσιτή οικονομική κατοικία σε σχέση με τα εισοδήματά τους. Αυτό απαιτεί ένα διευρυμένο πρόγραμμα κοινωνικής ενοικιαζόμενης κατοικίας που δεν υπάρχει στη χώρα μας. Θα πρέπει επίσης να αυξηθούν τα εισοδήματα των νέων και να αρθεί το κλίμα αβεβαιότητας που υπάρχει. Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένα αναπτυγμένο κράτος πρόνοιας. Αυτό όμως εξαρτάται από όσους είναι επιφορτισμένοι με τη λήψη μέτρων πολιτικής, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο».
«Δυσανάλογο το βάρος που σηκώνει η γυναίκα»
Σχετικά με τα επιδόματα που δίνονται τα τελευταία χρόνια για τη γέννηση παιδιού, ο κ. Κοτζαμάνης επεσήμανε ότι «είμαστε επιρρεπείς στην Ελλάδα στις επιδοματικές πολιτικές. Με βάση τη διεθνή εμπειρία, έχουν ελάχιστο θετικό αντίκτυπο μόνες τους, εφόσον δεν κάνουμε τα υπόλοιπα».
Αναφορικά με το αν θεωρεί πως η γυναίκα εξακολουθεί να σηκώνει δυσανάλογο βάρος στην ανατροφή ενός παιδιού, ο . Κοτζαμάνης επεσήμανε ότι «βάσει του Δείκτη Ισότητας των Δύο Φύλων στην Ε.Ε., η χώρα μας καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις, την 25η. Εκτός όμως από αυτό, βάσει ερευνών, η χώρα μας συγκαταλέγεται στις χώρες όπου η γυναίκα σηκώνει δυσανάλογο βάρος αναφορικά με το μεγάλωμα των παιδιών και την οικογένεια. Είναι εξαιρετικά άνισοι οι όροι στο εσωτερικό της οικογένειας στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες».
Κι αυτό όπως υπογράμμισε, «αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τη δημιουργία οικογένειας και τον αριθμό παιδιών που κάνουν τα νέα ζευγάρια. Θα πρέπει να υπάρξει έντονη παρέμβαση από την προσχολική ηλικία ακόμη για το τι σημαίνει ισότητα των δύο φύλων στον δημόσιο και βίο».
The post Δημογραφικό: «Υπάρχουν Δήμοι στα όρια δημογραφικής κατάρρευσης» – Αιτίες και λύσεις appeared first on ieidiseis.gr.